- περικλήϊστος
- -ον, Α [περικλῄζω]ιων. τ. περικλεής, ένδοξος, φημισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περικλήιστον — περικλήιστος far famed masc/fem acc sg περικλήιστος far famed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)